-
1 εξαρπαζω
(fut. ἐξαρπάσομαι, aor. ἐξήρπασα - эп. ἐξήρπαξα)1) похищать(τινὰ νεός Hom.)
2) выхватывать, вырывать(τέν δέλτον παρά τινος Her.; ἐπιστολὰς ἐκ χερῶν τινος Eur.; τἄντερά τινος Arph.)
3) вырывать, спасать, избавлять(πόλιν τινά ἐκ χειρῶν τινος Plut.)
4) отнимать, удалять
См. также в других словарях:
κραύρος — κραῡρος, α, ον, θηλ. και ος (AM) 1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.) 2. εύθραυστος, εύθρυπτος 3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῑον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῑ καὶ… … Dictionary of Greek